- παχύρριζος
- πᾰχύ-ρριζος, ον,A with thick roots, Thphr.HP3.11.4, Dsc.1.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παχύρριζος — with thick roots masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύρριζος — η, ο / παχύρριζος, ον, ΝΑ (για φυτά) αυτός που έχει παχιές, χοντρές ρίζες, χονδρόρριζος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο παχύρριζος βοτ. μικρό γένος αγγειόσπερων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη φαβώδη, οικογένεια φαβίδες. Καλλιεργούνται στις… … Dictionary of Greek
παχύρριζον — παχύρριζος with thick roots masc/fem acc sg παχύρριζος with thick roots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυρρίζων — παχύρριζος with thick roots masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύρριζα — παχύρριζος with thick roots neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… … Dictionary of Greek
ρίζα — η / ῥίζα, ΝΑ, και ιων. τ. ῥίζη και αιολ. τ. βρίζα Α 1. βοτ. το κατά κανόνα υπόγειο τμήμα τού σώματος ενός φυτού, κύριες λειτουργίες τού οποίου είναι η στήριξη τού φυτού, η πρόσληψη από το έδαφος νερού και των διαλυμένων σ αυτό ανόργανων αλάτων,… … Dictionary of Greek